- ποδοπάτηση
- η, Ν1. το να πατάει κάποιος με τα πόδια κάποιον άλλον, να τόν κλοτσάει2. μτφ. ηθική μείωση, ταπείνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοπατώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδοπάτησις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπιβδα — ἔπιβδα, η (Α) 1. η ημέρα μετά τον γάμο ή γιορτή, τα μεθεόρτια 2. στον πληθ. αἱ ἔπιβδαι η πρώτη μέρα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βδᾰ (< *πδα;) τ. αβέβαιης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρ. *ped (πεδ )… … Dictionary of Greek
ποδοπάτημα — το, Ν [ποδοπατώ] η ποδοπάτηση … Dictionary of Greek